ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η ανατολική Κρήτη και ιδίως η περιοχή του Γεωπάρκου της Σητείας είναι μια από τις πιο σημαντικές και ιδιαίτερες, περιβαλλοντικά, περιοχές της Κρήτης. Η γεωγραφική της θέση στο ανατολικό άκρο του νησιού, που επέτρεψε την ανταλλαγή ειδών από τη Μικρά Ασία, σε συνδυασμό με το έντονα ξηροθερμικό κλίμα που επικρατεί στην περιοχή, δημιούργησε ένα μωσαϊκό οικοτόπων και οικοσυστημάτων, μερικά από τα οποία, όπως το φοινικόδασος του Βάι, είναι μοναδικά για την περιοχή της Μεσογείου.
ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ – ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ
Στην ανατολική Κρήτη επικρατούν κυρίως οι θαμνότοποι, είτε με τη μορφή χαμηλής και πυκνής φρυγανικής βλάστησης (και έντονη παρουσία αρωματικών φυτικών ειδών), είτε ψηλότεροι και αραιοί θάμνοι, ανάλογα με την τοποθεσία. Η πανίδα αντιπροσωπεύεται με τα περισσότερα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά κρητικά είδη, χωρίς την παρουσία όμως πολλών χαρακτηριστικών που θα συναντήσουμε στα δυτικά του νησιού. Παράδειγμα χαρακτηριστικής απουσίας, είναι η κοινή σαύρα της δυτικής Κρήτης (Podarcis cretensis), το αγρίμι (Capra aegagrus cretica) που περιορίζεται μόνο στα Λευκά Όρη, καθώς και πολλά είδη εντόμων, που ο Ψηλορείτης η τα Λασιθιώτικα βουνά αποτελούν τα ανατολικά όρια της εξάπλωσής των.
Μεγάλα δασικά οικοσυστήματα ή συστάδες δένδρων δεν εμφανίζονται στην περιοχή, εκτός από το Φοινικόδασος του Βάι όπου κυριαρχεί ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti), και τις μικρές συγκεντρώσεις πρίνων (Quercus coccifera), πλατάνων (Platanus orientalis) και χαρουπιών (Ceratonia siliqua), συνήθως μέσα σε φαράγγια και ρεματιές.
Οι οικότοποι που παρατηρούνται στην περιοχή και έχουν καταγραφεί στις περιοχές του δικτύου NATURA 2000 είναι οι συγκεντρώσεις αρκεύθων (Juniperus phoenicea) σε παραθαλάσσιες αμμοθίνες όπως στην περιοχή Χρυσή Άμμος στο Βάι και στην παραλία Κατσουνάκι στον Ξερόκαμπο, η θαμνώδης βλάστηση και τα φρύγανα που κυριαρχούν σε όλη την περιοχή του πάρκου, τα μεσογειακά οικοσυστήματα στεππικής φυσιογνωμίας με αγροστώδη της ορεινής ζώνης, οι βραχώδεις οικότοποι στις απότομες πλαγιές και τα φαράγγια, οι χείμαρροι (“ποταμοί της Μεσογείου”) με περιοδική ροή, οι συστάδες φοίνικα του Θεόφραστου, τα υγροτοπικά συστήματα και οι Μεσογειακές μικρές λίμνες που περιοδικά κατακλύζονται με νερά και, τέλος, η γεωργική γη και οι καλλιέργειες, κυρίως με αμπελώνες και ελαιώνες.
Μεταξύ των πιο σημαντικών οικοτόπων της περιοχής, είναι οι μικροί σε έκταση υγρότοποι και τα εποχιακά τέλματα, κυρίως εξ αιτίας των αντιθέσεων που δημιουργεί το έντονα ξηρό κλίμα στα ανατολικά.
Οι υγρότοποι αυτοί σχηματίζονται στα μικρά δέλτα και τις όχθες των ποταμών, γύρω από μικρές λίμνες, σε εφήμερες αλμυρές λίμνες, σε χειμάρρους, τέλματα και λιμνοθάλασσες. Από τους πιο σημαντικούς υγροτόπους της περιοχής είναι τα εποχιακά, αλμυρά τέλματα της Χιόνας στο Παλαίκαστρο και η Αλατσολίμνη στον Ξηρόκαμπο, τα υφάλμυρα συστήματα υγροτόπων στον Κουρεμένο και στην παραλία Καρούμες, το σύστημα υγροτόπων στο Βάι, η εκβολή του ρέματος στην Κάτω Ζάκρο, οι μόνιμες μικρές λίμνες (τέλματα) της Μαριδάτης με υφάλμυρο νερό και της Ζήρου με γλυκό νερό, ο μοναδικός υγρότοπος της εκβολής του ρύακα Σκαφιδαράς στην έξοδο του φαραγγιού των Αγίων Πάντων, καθώς και οι μικρές, τεχνητές υδατοσυλλογές στην ορεινή ζώνη. Οι περισσότεροι από αυτούς τους υγρότοπους είναι σημαντικές νησίδες βιοποικιλότητας, πολύ κρίσιμες για τα μεταναστευτικά είδη και για αυτό προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις και την εθνική νομοθεσία.
Δυο σημαντικά ρέματα με υψηλές παροχές νερού στη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους εντοπίζονται στην περιοχή. Είναι αυτά των Χοκλακιών και της Ζάκρου που πηγάζουν από τις πηγές του Φλέγα και της Ζάκρου αντίστοιχα και σχηματίζουν ρυάκια τα οποία καταλήγουν στις παραλίες Καρούμες και Κάτω Ζάκρου, τροφοδοτώντας τους αντίστοιχους υγρότοπους. Μικρότερες πηγές υπάρχουν και σε άλλες περιοχές, όπως στα Σκαλιά, όπου δημιουργούν ένα μικρό εποχιακό τέλμα, στη Βόιλα του Χαντρά και αλλού.
Εξίσου σημαντικοί όμως οικότοποι είναι οι παράκτιες περιοχές και τα βραχονήσια τα οποία φιλοξενούν πλήθος θαλάσσιων πτηνών, μεταναστευτικών και παράκτιων ειδών. Για τα περισσότερα μεταναστευτικά πουλιά που ξεχειμωνιάζουν στην Αφρική, η Κρήτη είναι ένα πέρασμα. Στο πέταγμά τους προς και από την Αφρική, τα πουλιά διασχίζουν δύο αφιλόξενες ζώνες, το Λιβυκό πέλαγος και την έρημο της Σαχάρας, διανύοντας μέσα σε 50 ώρες 1.800-2.500 χιλιόμετρα. Συνολικά 136 είδη είναι τυπικά διαβατικά για το νησί. Ορισμένα έρχονται την άνοιξη, καθώς επιστρέφουν από την τροπική Αφρική, στις χώρες του Βορρά, όπου φωλιάζουν και αναπαράγονται. Τα σμήνη αυτά, σταματούν λοιπόν στην Κρήτη για να ξεκουραστούν.
Από τα πιο σημαντικά μεταναστευτικά πτηνά της περιοχής είναι ο μαυροπετρίτης ή βαρβάκι (Falco eleonorae).
ΦΟΙΝΙΚΟΔΑΣΟΣ ΒΑΪ
Το Φοινικόδασος Βάι είναι ένα από τα σημαντικότερα οικοσυστήματα και ένα από τα πιο γνωστά και επισκέψιμα τοπία της Κρήτης, λόγω του ότι είναι το μοναδικό φοινικόδασος στην Ευρώπη με το είδος του φοίνικα Phoenix theophrasti. Βρίσκεται σε ένα βύθισμα μιας υδρολογικής λεκάνης που εκβάλλει στον πανέμορφο όρμο του Βάι και εξαπλώνεται σε μία έκταση 250 περίπου στρεμμάτων. Το φοινικόδασος του Βάι προστατεύεται πολλαπλά και σε όλα τα δυνατά επίπεδα από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Ειδικότερα, ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti) περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ και προστατεύεται ως είδος, ενώ συνολικά το φοινικόδασος θεωρείται οικότοπος προτεραιότητας σύμφωνα με το παράρτημα Ι της οδηγίας. Έχει ακόμα χαρακτηριστεί ως Αισθητικό Δάσος, ως Ειδική Ζώνη Προστασίας για τα πουλιά και Ειδικά Προστατευόμενη Περιοχή σύμφωνα με το πρωτόκολλο 4 της Σύμβασης της Βαρκελώνης. Μέσα στο δάσος εκτός του φοίνικα υπάρχουν πολλά θαμνώδη είδη με κυριότερα αυτά της πικροδάφνης (Nerium oleander), του σχίνου (Pistacia lentiscus) και, κοντά στην παραλία, του λάβδανου (Cistus creticus, Cistus salviifolius) και του ρεικιού (Erica manipuliflora). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή αναφέρεται και το είδος Silene holtzmannii, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ ΕΟΚ, μια και πρόκειται για ενδημικό είδος του Αιγαίου.
ΧΛΩΡΙΔΑ
Η Κρήτη, με 1800 περίπου είδη φυτών, διαθέτει πολύ πλούσια χλωρίδα για το μέγεθος του νησιού, αλλά και πολύ ιδιαίτερη, όπως δείχνει το ψηλό ποσοστό ενδημισμού της (10% περίπου). Οι ίδιοι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης πανίδας του νησιού (απομόνωση, γεωλογική και πολιτισμική ιστορία, ανάγλυφο, μέγεθος κλπ.), έχουν συμβάλλει και στη διαμόρφωση του χλωριδικού πλούτου. Οι ορεινοί όγκοι της Κρήτης φιλοξενούν αρκετές δεκάδες από τα ενδημικά αυτά είδη, άλλοτε σε μικρούς θύλακες στις κορφές τους, άλλοτε στα φαράγγια, αλλά και πολλές φορές τα είδη αυτά καλύπτουν με το χρώμα τους ή το άρωμά τους ολόκληρες πλαγιές των κρητικών βουνών, δημιουργώντας μοναδικά τοπία την Άνοιξη.
Το Παγκόσμιο Γεωπάρκο της Σητείας παρουσιάζει ιδιαίτερο χλωριδικό ενδιαφέρον. Ανάμεσα σε εκατοντάδες είδη φυτών που φιλοξενεί υπάρχουν πολλά ενδημικά που θα τα συναντήσουμε σ’ ολόκληρη την Κρήτη, ενδημικά Κρήτης και Κάσου, καθώς και μοναδικά είδη, γνωστά μόνο από το νοτιοανατολικό Αιγαίο. Το σύνολο της περιοχής ανήκει στην Μεσογειακή Ζώνη Βλάστησης με κυρίαρχες τη φρυγανική. Οι εναλλαγές στην βλάστηση είναι μικρές με κάποιες λίγες εξαιρέσεις σε περιοχές όπως στο Φοινικόδασος του Βάι και γύρω από αυτό, καθώς και σε κάποια φαράγγια με έντονη παρουσία νερού, τουλάχιστον κατά τους χειμερινούς μήνες (φαράγγι Ζάκρου, Ξηρόκαμπου, Χοχλακιών). Σημαντική, όσον αφορά στη διαμόρφωση της χλωρίδας, είναι και η ύπαρξη μεγάλων εκτάσεων ελαιόδεντρων, αμπελώνων και άλλων δενδρωδών καλλιεργειών.
Στα φρύγανα που καλύπτουν πολλές περιοχές του Γεωπάρκου, τόσο στην παράκτια όσο και την ορεινή ζώνη, κυριαρχούν οι χαμηλοί, αγκαθωτοί και σφαιρικοί θάμνοι, όπως η αστοιβίδα (Sarcopoterium spinosum), το θυμάρι (Coridothymus capitatus), το αχινοπόδι (Genista acanthoclada), η θρύμπη (Satureja thymbra) και η γαλαστοιβή (Euphorbia acanthothamnos). Μαζί με αυτά συνυπάρχουν και μη αγκαθωτοί θάμνοι όπως το ρείκι (Erica manipuliflora), η Ballota acetabulosa, το φασκόμηλο (Salvia fruticosa) και η λαδανιά (Cistus creticus, Cistus salviifolius). Σε μικρότερες εκτάσεις συναντώνται και ψηλότεροι θάμνοι που σχηματίζουν τη μακκία βλάστηση και αποτελούνται από σκίνους (Pistacia lentiscus), ασπάλαθους (Calicotome villosa), αγριελιές (Olea europaea subsp. oleaster), άρκευθους (Juniperus phoenicea), πουρνάρια (Quercus coccifera), χαρουπιές (Ceratonia siliqua), πικροδάφνες (Nerium oleander) και φλόμους (Euphorbia dendroides). Μέσα στις ρεματιές επίσης της περιοχής της Ζάκρου, όπου η παρουσία νερού είναι άφθονη, φύονται πλατάνια (Platanus orientalis), πικροδάφνες (Nerium oleander) και λυγαριές (Vitex agnus castus).
Τα φαράγγια της περιοχής αποτελούν ένα καταφύγιο για πολλά και σημαντικά είδη χλωρίδας της περιοχής. Ιδιαίτερα το φαράγγι της Κάτω Ζάκρου και των Χοχλακιών φιλοξενούν ένα μεγάλο αριθμό φυτών και προσελκύουν πλήθος μελετητών και παρατηρητών κάθε χρόνο. Χαρακτηριστικά είδη που φιλοξενούνται στους κατακόρυφους ασβεστολιθικούς βράχους και στην κοίτη των ρεμάτων είναι τα στιβάνια του λαγού (Aristolochia cretica), το δελφίνιο (Delphinium staphisagria), το αγριογαρύφαλλο (Dianthus juniperinus), η Εuphorbia dendroides, η Lecokia cretica, η Εphedra cambylopoda, η Nepeta melissifolia , η κάπαρη (Capparis spinosa), το Dracunculus vulgaris, καμπανούλες (Campanula pelviformis και Campanula spatulata ssp. filicaulis), οι μικραγκαραθιές (Phlomis lanata), η ρίγανη (Origanum onites), η Tulipa saxatilis και πολλά είδη ορχιδέας.
Στις παράκτιες περιοχές εμφανίζονται αποκλειστικά ποώδη φυτά με κυρίαρχο τα αμάραντα (Limonium graecum) και το ενδημικό Limonium sitiacum, ενώ στις παραλίες Κατσουνάκι και Άργιλοs Ξερόκαμπου θα συναντήσουμε και το κρινάκι της θάλασσας (Pancratium maritimum).
ΕΝΔΗΜΙΚΗ ΧΛΩΡΙΔΑ
Όσον αφορά στα ενδημικά είδη, στην περιοχή εξαπλώνονται δύο κινδυνεύοντα είδη σιληνής. Οι αμμώδεις παραλίες του Κουρεμένου φιλοξενούν πληθυσμούς του ενδημικού υποείδους της ανατολικής Κρήτης Silene ammophila subsp. ammophila, ενώ η νησίδα του όρμου του Βάι αποτελεί το νοτιότερο όριο εξάπλωσης της σιληνής του Χόλτζμαν, ενδημικής του νοτιοανατολικού Αιγαίου (Silene holzmannii). To ακρωτήριο Κάβο Σίδερο φιλοξενεί επίσης δύο στενά ενδημικά είδη: την Anthemis filicaulis και την Asperula crassula, των οποίων ο παγκόσμιος πληθυσμός περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο ακρωτήριο! Η Bellevalia sitiaca είναι επίσης ενδημική του ανατολικού τμήματος του νομού Λασιθίου και φυτρώνει σε βραχώδεις θέσεις χαμηλών υψομέτρων, ενώ τα παραθαλάσσια βράχια της περιοχής φιλοξενούν δύο ακόμη ενδημικά είδη της Κάσου και του βορειοανατολικού άκρου της Κρήτης: το Limonium sitiacum και την Carlina sitiensis. Επίσης σημαντική είναι και παρουσία του Carlina diae. Ενδημικό φυτό της Κρήτης, έχει περιορισμένη εξάπλωση και εξειδικευμένο αλλά γενικά δυσπρόσιτο ενδιαίτημα. Κάβος Σίδερος , Διονησάδες, Φαράγγι Μονής Τοπλού
Σημαντικά επίσης είδη για την περιοχή είναι η Viola scorpiuroides και το Allium longanum, δύο αφρικανικά είδη εξαιρετικά σημαντικά για την Ευρώπη, αφού η εξάπλωση τους περιορίζεται στην Κρήτη και τα Κύθηρα, καθώς και η Centaurea aegialophila, ένα είδος της Ανατολικής Μεσογείου επίσης πολύ σημαντικό για την Ευρώπη, αφού οι χώροι εξάπλωσης του περιορίζονται μόνο στη ΒΑ περιοχή της Κρήτης, κυρίως στην παραλιακή ζώνη Πλακοπούλες και Χιόνας, καθώς και στην Κάσο και Κάρπαθο.
Ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti) χαρακτηρίζεται σαν τρωτός στον Κόκκινο Κατάλογο της IUCN και προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία. Υποπληθυσμοί του φιλοξενούνται σήμερα σε ελάχιστες περιοχές της Κρήτης, με σπουδαιότερο και πολυπληθέστερο αυτόν στο Βάι, όπου και σχηματίζει το πασίγνωστο φοινικόδασος.
Άλλα σημαντικά ενδημικά είδη χλωρίδας που μπορεί κανείς να συναντήσει στην περιοχή είναι τα Campanula creutzburgii, Cirsium creticum , Crepis cretica, Cyclamen creticum, Galium graecum, Nepeta melissifolia, Petromarula pinnata, Symphytum creticum, Tulipa cretica, Ophrys sitiaca, Orchis sitiaca. Σε κάθετα βράχια της περιοχής φυτρώνουν επίσης πολυετή χασμόφυτα, όπως το Origanum calcaratum, ενδημικό του νοτιοανατολικού Αιγαίου με μοναδική εξάπλωση στην Κρήτη μεταξύ των χωριών Ρούσσα Εκκλησιά και Κρυονέρι, η στενοενδημική της επαρχίας Σητείας Thymbra calostachya και το ενδημικό της Κρήτης πλουμί ή αρχοντόξυλο (Ebenus cretica). Επίσης στους ασβεστολιθικούς βράχους κυριαρχούν το άγριο γαρύφαλλο (Dianthus juniperinus) και η κάπαρη (Capparis spinosa).
ΠΑΝΙΔΑ
Ο βαθμός απομόνωσης, η γεωλογική ιστορία, το ορεινό ανάγλυφο και το μέγεθος του νησιού έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης πανίδας στην Κρήτη. Το νησί φιλοξενεί αρκετές χιλιάδες είδη ζώων, με πολύ ψηλά ποσοστά ενδημισμού στις διάφορες ζωικές ομάδες. Τα περισσότερα απ’ αυτά είναι ασπόνδυλα (έντομα, αράχνες, ισόποδα, μυριάποδα, σαλιγκάρια, κλπ.). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα 130 διαφορετικά είδη χερσαίων σαλιγκαριών, τα μισά από τα οποία ζουν μόνο στην Κρήτη, ενώ αντίστοιχα ψηλούς ενδημισμούς παρουσιάζουν και πολλές οικογένειες σκαθαριών, αραχνών, κλπ.
Η περιοχή της Σητείας λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης φιλοξενεί ένα μεγάλο αριθμό από τα χαρακτηριστικά ζώα του νησιού και ιδιαίτερα τα μεταναστευτικά πουλιά. Είκοσι από τα είδη των πτηνών που έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή (αποδημητικά, επιδημητικά) βρίσκονται στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας.
Πτηνά τα οποία μπορεί να παρατηρήσει ο επισκέπτης στις παράκτιες περιοχές είναι ο λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), ο αρτέμης (Colonectris diomedea), ο θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), ο υδροβάτης (Hydrobates pelaficus), ο καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus), ο αιγαιόγλαρος (Larus audouinii) και ο κοκκινοκεφαλάς (Lanius senator). Από τα αρπακτικά και πτωματοφάγα πτηνά, τα πιο χαρακτηριστικά είναι ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), ο χρυσαετός ή βιτσίλα (Aquila chrysaetos), ο πετρίτης (Falco peregrinus), η γερακίνα (Buteo buteo), το κιρκινέζι (Falco naumanni), το όρνιο (Gyps fulvus) και ο γυπαετός (Gypaetus barbatus). Ο γυπαετός περιστασιακά εμφανίζεται στην περιοχή και είναι από τα σημαντικότερα είδη του νησιού, αφού ο κρητικός πληθυσμός είναι ο μοναδικός αναπαραγόμενος σε όλα τα Βαλκάνια.
ΜΑΥΡΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ή ΒΑΡΒΑΚΙ
Ο μαυροπετρίτης ή γεράκι της Ελεονόρας (Falco eleonorae, “Βαρβάκι” στην Αν. Κρήτη) είναι από τα πιο σημαντικά είδη μεταναστευτικών πουλιών που φιλοξενεί η Ελλάδα, αφού σχεδόν το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού του αναπαράγεται στο Αιγαίο και την Κρήτη. Σε όλα τα νησιά της Μεσογείου, οι πληθυσμοί του φθίνουν. Μόνο σε απότομους γκρεμούς στα ξερονήσια του Αιγαίου και της Κρήτης (Κάβο Σίδερο, Ελάσα, Διονυσάδες) ο πληθυσμός του παρουσιάζει ελαφρά αύξηση. Το φθινόπωρο, ο μαυροπετρίτης εγκαταλείπει την Κρήτη για να ακολουθήσει τα αποδημητικά κατά τη μετανάστευσή τους προς την Ανατολική Αφρική και περνά τον χειμώνα στη Μαδαγασκάρη. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου τρέφεται κυρίως με μεγάλα έντομα (πεταλούδες, λιβελλούλες, τζιτζίκια και σκαθάρια), ενώ από Αύγουστο μέχρι και Οκτώβριο, η δίαιτά του στρέφεται αποκλειστικά σε μεταναστευτικά πουλιά, όταν αυτά χρησιμοποιούν τις περιοχές φωλιάσματος του μαυροπετρίτη, για πέρασμα προς το νότο.
Κάθε χρόνο, εκατομμύρια πουλιά ταξιδεύουν από τις περιοχές διαχείμασης προς τις περιοχές αναπαραγωγής και αντίστροφα. Συνήθως τα πουλιά αυτά αναπαράγονται στην Εύκρατη ή την Αρκτική ζώνη του Βόρειου ημισφαιρίου και περνούν τον υπόλοιπο χρόνο, σε θερμότερες περιοχές του Νότιου ημισφαιρίου. Συνολικά 136 είδη είναι τυπικά διαβατικά για το νησί. Ορισμένα έρχονται την άνοιξη, καθώς επιστρέφουν από την τροπική Αφρική στις χώρες του Βορρά, όπου φωλιάζουν και αναπαράγονται. Τα σμήνη αυτά, που διασχίζουν τη Μεσόγειο στο ταξίδι τους από και προς την Αφρική, σταματούν στην Κρήτη για να ξεκουραστούν. Οι μικροί παραλιακοί υγρότοποι, που είναι διάσπαρτοι σε όλο το νησί, και πρόσφατα οι τεχνητές λιμνοδεξαμενές, είναι οι αγαπημένοι τους σταθμοί. Σε βαθμό, μάλιστα, που πολλά ξεχειμωνιάζουν σε αυτούς.
Όσον αφορά στα θηλαστικά έχουν καταγραφεί 14 είδη στην περιοχή του Πάρκου, τα τέσσερα από τα οποία είναι κητώδη, όπως το αυστηρά προστατευόμενα ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus) και μεσογειακή φώκια (Monachus monachus), καθώς και το ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba) και το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis).
Από τα χερσαία θηλαστικά τα πιο χαρακτηριστικά είναι ο λαγός (Lepus europaeus), η νυφίτσα (Mustela nivalis), το κουνάβι (Martes foina bunites), ο ασβός (Meles meles), και ο ακανθοποντικός (Acomys minous), ενώ μέσα στα σπήλαια συναντούνται οι νυκτερίδες Pipistrellus savii, που είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος.
Πολλά από τα οκτώ είδη ερπετών και δύο από τα τρία είδη αμφίβιων της περιοχής περιλαμβάνονται στην οδηγία 92/43 ΕΟΚ και στην Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης. Στην περιοχή συναντούνται και τα τρία είδη αμφιβίων της Κρήτης: ο πράσινος φρύνος (Bufo viridis), ο δεντροβάτραχος (Hyla arborea kretensis), ενδημικό υποείδος της Κρήτης και ο κρητικός ενδημικός βάτραχος (Pelophylax cretensis).
Από τα πιο σημαντικά ερπετά της περιοχής είναι η ποταμοχελώνα (Mauremis caspica), το μοναδικό είδος νεροχελώνας στη Κρήτη που παρατηρείται σε ρυάκια στο φοινικόδασος του Βάι, στο φαράγγι στη μονή Τοπλού και κυρίως στην Κάτω Ζάκρο. Επίσης, η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta αναπαράγεται στις αμμώδεις παραλίες στου φοινικόδασους του Βάι, στον Κουρεμένο και στον Ξερόκαμπο. Πολύ σημαντικά είδη για την περιοχή είναι οι σαύρες Podarcis cretensis, που είναι το μοναδικό ενδημικό είδος σαύρας του νησιού, και το λιακόνι (Chalcides ocellatus), το οποίο κατανέμεται στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Βόρεια Αφρική και λανθασμένα στην Κρήτη θεωρείται δηλητηριώδες.
Όσον αφορά στα φίδια της περιοχής, κανένα δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Η δενδρογαλιά (Hierophis gemonensis) και το σπιτόφιδο (Zamenis situla), το ομορφότερο φίδι της Ελλάδας, είναι εντελώς ακίνδυνα για τον άνθρωπο, ενώ το αγιόφιδο (Telescopus fallax) είναι το μοναδικό φίδι του νησιού με δηλητήριο, που όμως είναι πολύ ασθενές και εκκρίνεται από τα πίσω δόντια του στόματος, γεγονός που το καθιστά ουσιαστικά ακίνδυνο.
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Το φυσικό περιβάλλον του Γεωπάρκου παρουσιάζει λοιπόν ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον και αξία, με 6 περιοχές να είναι ενταγμένες το δίκτυο Natura 2000.
Η περιοχή «Όρη Ζάκρου» με κωδικό GR4320016 SPA (ZEΠ Ζώνη Ειδικής Προστασίας) για την ορνιθοπανίδα και επίσης είναι χαρακτηρισμένη ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους. Επίσης περιλαμβάνεται στον Κατάλογο των Σημαντικών Περιοχών για τα Πουλιά της Ελλάδας που έχει συντάξει η Ελληνική Ορθολογική Εταιρεία. Η παραπάνω περιοχή κρίνεται επίσης σημαντική ιδιαίτερα για το γυπαετό (Gypaetus barbatus), το όρνιο (Gyps fulvus) και το χρυσαετό (Aquila chrysaetos). Η πηγή της Ζάκρου, το Φαράγγι των Νεκρών, το σπήλαιο των Πελεκητών και η σπάνια χλωρίδα και πανίδα της περιοχής, όπως και τα πολλά μονοπάτια, αποτελούν πόλο έλξης πολλών φυσιολατρών και περιπατητών.
Η περιοχή Natura 2000 αναπτύσσεται νότια του χωριού Ζάκρος και εκτίνεται μέχρι την περιοχή του Ξερόκαμπου, συμπεριλαμβάνοντας όλο τον ορεινό όγκο της περιοχής. Η βλάστηση αποτελείται κυρίως από φρύγανα (με κυρίαρχη την αστοιβίδα Sarcopoterium spinosum), ενώ η μακκία βλάστηση είναι πολύ σπάνια, κυρίως σε κοιλάδες και ρεματιές. Παρόλο που η περιοχή γενικά δέχεται λίγες βροχοπτώσεις υπάρχουν αξιόλογες πηγές και ρυάκια, τα οποία με την σειρά τους δημιουργούν ιδιαίτερα οικοσυστήματα, που είναι λιγοστά στην ανατολική Κρήτη. Ρεματιές με πλατάνια (Platanus orientalis), πικροδάφνες (Nerium oleander) και λυγαριές (Vitex agnus-castus), συνθέτουν τους οικότοπους αυτούς.
Το βορειοανατολικό άκρο του Γεωπάρκου, το ακρωτήριο Κάβο Σίδερο, είναι ενταγμένο στο δίκτυο NATURA 2000 με την ονομασία “Βορειοανατολικό άκρο Κρήτης: Διονυσάδες, Ελάσα και χερσόνησος Σίδερο”, με την κωδική ονομασία GR 4320006 SCI ΤΚΣ (Τόποι Κοινοτικής Σημασίας) και GR4320009 SPA ZEΠ (Ζώνη Ειδικής Προστασίας). Η περιοχή παρουσιάζει πολλούς φυσικούς και ημι-φυσικούς χερσαίους τύπους οικοτόπων της χαμηλότερης υψομετρικής ζώνης της Κρήτης, καθώς και σημαντικό αριθμό παραθαλάσσιων υγροτόπων. Έχει πολύ πλούσια χλωρίδα, στην οποία περιλαμβάνονται περίπου 550 φυτά, από τα οποία τα 16 είναι ενδημικά της Κρήτης, τα 14 είναι της Κρήτης και του νησιωτικού συγκροτήματος Κάσου-Καρπάθου, τα 21 ενδημικά Κρήτης και Αιγαίου, 2 στενοενδημικά, 2 σχεδόν στενοενδημικά και 2 είδη συμπεριλαμβάνονται στην οδηγία 92/43 ΕΟΚ. Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει περίπου 170 είδη, εκ των οποίων 4 είναι χαρακτηρισμένα ως παγκοσμίως απειλούμενα και 60 είδη με Δυσμενές Καθεστώς Διατήρησης στην Ευρώπη. Επίσης έχουν καταγραφεί 14 είδη θηλαστικών, τα τρία από αυτά είναι κητώδη, οκτώ είδη ερπετών και δύο είδη αμφιβίων. Πολλά από αυτά περιλαμβάνονται στην οδηγία 92/43 ΕΟΚ και στη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης.
Το έδαφος παρουσιάζει ιδιαίτερη γεωλογική και εδαφολογική ποικιλομορφία μιας και στην περιοχή εμφανίζονται 12 διαφορετικοί γεωλογικοί σχηματισμοί.
Στα νησιά Διονυσάδες και στις απόκρημνες ακτές του ακρωτηρίου και του νησιού Ελάσα φιλοξενείται μια από τις μεγαλύτερες αποικίες του μαυροπετρίτη (Falco eleonoraea). Έχουν καταγραφεί επίσης 14 είδη θηλαστικών, τα τρία από αυτά είναι κητώδη, οκτώ είδη ερπετών και δύο είδη αμφίβιων. Πολλά από αυτά περιλαμβάνονται στην οδηγία 92/43 ΕΟΚ και στη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης. Το τοπίο, παρά τις πιέσεις που δέχεται κυρίως από την γεωργία και την κτηνοτροφία και τελευταία από τον τουρισμό, έχει διατηρήσει σε αξιόλογο βαθμό τη φυσικότητά του.
Μονή Καψά (φαράγγι Καψά και γύρω περιοχή) GR4320004 SCI (ΤΚΣ Τόποι Κοινοτικής Σημασίας)
Η περιοχή βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα της Σητείας . Περιλαμβάνει ένα μικρό φαράγγι (3 χλμ.) γνωστό με το όνομα της Μονής Καψά, ή Περβολακίων. Η Μονή Καψά ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα και έπαιξε ρόλο κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας τον 19ο αιώνα όταν ηγούμενος ήταν ο Γεροντογιάννης, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για την οποία υπάρχουν πολλοί θρύλοι, και ο οποίος κηρύχθηκε όσιος.
Τα ενδιαιτήματα της περιοχής περιλαμβάνουν: Εσωτερικούς απόκρημνους βράχους, ορθοπλαγιές, ποτάμιο τοπίο και φρύγανα σε καλή κατάσταση. Η περιοχή παρουσιάζει μεγάλη αισθητική αξία. Παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για τη χλωρίδα της μιας και κάποια ενδημικά είδη είναι σπάνια.
Η περιοχή περιλαμβάνει 14 ενδημικά και στενοενδημικά φυτά. Η γεωμορφολογία παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον. Ασβεστόλιθοι της σειράς Γαβρου-Τριπόλεως με πλήθος σπηλιών αποτελούν το πέτρωμα των υψωμάτων γύρω από τη Μονή Καψά και το ρηξιγενές φαράγγι με κατεύθυνση Β-Ν στα δυτικά της Μονής. Στην κοίτη του φαραγγιού, που το μεγαλύτερο μέρος του έτους είναι ξερή, η βλάστηση είναι η κλασσική παραποτάμια βλάστηση της Κρήτης και περιλαμβάνει πικροδάφνες Nerium oleander και λυγαριές Vitex agnuscastus.
Το φυτό Tordylium hirtocarpum προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81), η Silene pinetorum προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81) και περιλαμβάνονται στην Κόκκινη Λίστα των δεδομένων (1993) στην κατηγορία των απειλούμενων φυτών χαρακτηρίζεται ως σπάνιο, η Brassica cretica ssp. cretica είναι χασμόφυτο και πολύ σπάνιο φυτό. Άλλα σημαντικά είδη χλωρίδας που παρατηρούμε κυρίως μέσα στο φαράγγι και στα κάθετα βράχια είναι: Anthemis tomentela, Campanula pelvifomis, Centavrea argentea, το πλουμί ή αρχοντόξυλο Ebenos creticum, Erysium creticum, Hypericum amblycalyx, Nepeta melissifolia, Phlomis lanata, Scutellaria sieberi, Stachys spinosa, Thymbra calostachya.
Στα κάθετα βράχια με τις πολλές σπηλιές φωλιάζουν και βρίσκουν καταφύγιο πολλά αρπακτικά και άλλα είδη ορνιθοπανίδας
Κοντά στη Μονή Καψά βρίσκεται ο οικισμός Γούδουρας. Η ονομασία Γούδουρας οφείλεται στο φυτό Hypericum triquetrifolium “Αγούδουρος”, το “Ερυθραίο” της αρχαιότητας που κάποτε αφθονούσε και χρησίμευε για να σκουπίζονται τα αλώνια ή ως υπόστρωμα για να ξεραίνονται τα σταφύλια και τα σύκα.
Κουφονήσι, γύρω νησίδες GR4320017 SCI (ΤΚΣ Τόπος Κοινοτικής Σημασίας) και νησιά Καβάλοι GR4320015 SPA (ZEΠ Ζώνη Ειδικής Προστασίας)
Η περιοχή περιλαμβάνει το νησί Κουφονήσι και τα μικρά νησιά στα βόρεια: Στρογγυλή, Μακρουλή και Μάρμαρο και στα νότια τον Τράχηλο. Το Κουφονήσι είναι ένα μικρό νησί, από τα νοτιότερα νησιά της Ευρώπης, μαζί με τη Χρυσή και τη Γαύδο. Το τοπίο αυτό είναι από τα σπανιότερα της Ευρώπης με τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτό να έχουν διαμορφώσει τα είδη χλωρίδας και πανίδας που ενδημούν σε αυτό. Χαρακτηριστική βλάστηση παρατηρείται με την τυπική παρουσία των πολυετών αγρωστωδών σπαρτών, Lygeum spartum, καθώς και Crassifolium Erodium.
Το θαλάσσιο τμήμα της περιοχής είναι πολύ αντιπροσωπευτικό και καλά συντηρημένο και αποτελείται από θαλάσσιες σπηλιές, υφάλους και λιβάδια Ποσειδωνίας Posidonia oceanica, ενδημικό για τη Μεσόγειο θαλάσσιο αγγειόσπερμο.
Από βοτανική άποψη, η χλωρίδα και η βλάστηση έχει τεράστιο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη βλάστηση της Βόρειας Αφρικής, μιας και πολλά φυτά ενδημούν μόνο στο μικρό αυτό νησί και έχουν χαθεί από την υπόλοιπη Κρήτη. Υπάρχουν ενδημικά φυτά, όπως το Colchicum cousturieri που προστατεύεται από τη συνθήκη της Βέρνης και την Ελληνική νομοθεσία και συμπεριλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων ειδών. Περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/EEC, Zygophyllum album, Helianthemum stipulatum και Astragalus peregrinus ssp. peregrinous και Erodium crassifolium και στην Κόκκινη Λίστα των απειλούμενων ειδών των οποίων η εξάπλωση περιορίζεται στα νησιά αυτά. Η βιοποικιλότητα των θαλάσσιων οικοτόπων είναι επίσης πολύ σημαντική. Θαυμάσιος ψαρότοπος και τόπος φωλιάσματος της μεσογειακής φώκιας Monachus mοnachous καθώς και τόπος ωοτοκίας της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta.
Τα νησιά Καβάλοι απέναντι από τον Ξερόκαμπο είναι ένα σύμπλεγμα τριών μικρών νησιών με απότομα βράχια και λιγοστή φρυγανική βλάστηση που όμως έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ορνιθοπανίδα της περιοχής αφού στα βράχια αυτά φωλιάζει το γεράκι της Ελεονόρας ή Μαυροπετρίτης Falco eleonorae.
ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ
Οι υγρότοποι του Γεωπάρκου της Σητείας είναι μικροί σχετικά σε μέγεθος και διάσπαρτοι, αποτελούν όμως ένα καλό παράδειγμα δικτύου νησιωτικών υγρότοπων. Εντός του Γεωπάρκου υπάρχουν δώδεκα φυσικές και πέντε τεχνητές υγροτοπικές περιοχές και εντοπίζονται κυρίως στην ανατολικό παράκτια ζώνη
Οι φυσικοί υγρότοποι έχουν έκταση από δύο έως 225 στρέμματα και αποτελούν είτε σύνθετα υγροτοπικά συστήματα (όπως ο υγρότοπος Βάι, στον Κουρεμένο και στις Καρούμες), είτε είναι εκβολές, εποχικά τέλματα γλυκού ή αλμυρού νερού.
Όλοι οι φυσικοί υγρότοποι του Δήμου Σητείας προστατεύονται σύμφωνα με το Νόμο για τη Διατήρηση της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις (N. 3937/2011). Τον Ιούνιο του 2012 – ΦΕΚ 229 , με προεδρικό διάταγμα έχουμε την έγκριση του καταλόγου μικρών νησιωτικών υγροτόπων και καθορισμός όρων και περιορισμών για την προστασία και ανάδειξη των μικρών παράκτιων υγροτόπων που περιλαμβάνονται σε αυτόν. 6 υγρότοποι της Σητείας εντάσσονται σε αυτό το Π.Δ.
Η Αξία των υγροτοπικών περιοχών
- Οι υγρότοποι της Σητείας είναι πολλοί μικροί και ευάλωτοι
- Λόγω του αριθμού και της θέσης τους έχουν εξαιρετική σημασία για τα μεταναστευτικά πουλιά
- Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση των πληθυσμών υδρόβιων ζώων και φυτών και ενδημικών ειδών
- Έχουν πολύ μεγάλη αξία ως φυσικοί πόροι
- Είναι κατάλληλες περιοχές για την ανάπτυξη εναλλακτικών, ήπιων μορφών τουρισμού
- Προσφέρουν ευκαιρίες για αναψυχή και περιβαλλοντική εκπαίδευση και επιστημονική έρευνα
- Σταθεροποιούν την ακτογραμμή προστατεύοντας από τη διάβρωση
- Αποτελούν υδραυλικό φράγμα αποτρέποντας την επιπλέον διείσδυση του θαλασσινού νερού (υφαλμύρωση) στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα
Ο υγρότοπος του Κουρεμένου
Ο υγρότοπος του Κουρεμένου βρίσκεται στην ομώνυμη παραλία του Κουρεμένου στο Παλαίκαστρο του δήμου Σητείας, με κωδικό KR1004 WWF Ελλάς.
Απέχει από το Παλαίκαστρο περίπου 2 χλμ και καταλαμβάνει μια έκταση 40 περίπου στρεμμάτων.
Πρόκειται για φυσικό παράκτιο υγρότοπο με εποχική παρουσία σε υφάλμυρο νερό, αλλά σε ελώδη κατάσταση όλο τον χρόνο και αυτό δικαιολογείται καθώς βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με τη θάλασσα.
Ο υγρότοπος προστατεύεται διότι βρίσκεται σε ειδική ζώνη διατήρησης και εντός των ορίων περιοχής Natura με κωδικό GR4320006. Προστατεύεται επίσης ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγροτόπων της Ελλάδας (κωδικός: Y432KR1004).
Χαρακτηριστικό των οικοτόπων αυτών είναι η έντονη εξάτμιση τους καλοκαιρινούς μήνες, με αποτέλεσμα η αλατότητα να ξεπερνά αυτή της θάλασσας και η παρουσία αλοφυτικής βλάστησης με κυρίαρχο το είδος Salicornia europea και Arthrocnemum macrostachyum (Αρμυρίθρα).
Στην ίδια περιοχή επίσης βρίσκεται και η εκβολή του ποταμού “Καλογεροπόταμου” (κωδικός Ramsar F) που πηγάζει από τα ορεινά του δήμου Σητείας και χύνεται στη θάλασσα σχηματίζοντας έναν σπουδαίας σημασίας υδροβιότοπο που διατηρεί τα νερά του ολόκληρο το χρόνο.
Υγρότοπος Μπιμπίκου (Κουρεμένου)
Στην ίδια περιοχή λίγα μέτρα βορειότερα από τον υγρότοπο του Κουρεμένου βρίσκεται ένας μικρότερος σε έκταση αλλά σπουδαίας αισθητικής και περιβαλλοντικής αξίας επίσης φυσικός και εποχικός υγρότοπος.
Βρίσκεται στα όρια της παραλίας και η άσπρη άμμος που τον περιβάλλει καθορίζει πολλές φορές και τα όρια του ανάλογα με τις ορέξεις των στοιχείων της φύσης. Η έκταση που καταλαμβάνει είναι 2.4 στρεμ. με υφάλμυρο νερό που βουρκιάζει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Υγρότοπος Χιόνας
Πρόκειται για έναν σπουδαίο ιδιαίτερα σε φυσική ομορφιά υγρότοπο – λιμνίο που απέχει από το Παλαίκαστρο 1,5 περίπου χλμ. Η έκταση που καταλαμβάνει είναι 23.6 στρεμ.
Βρίσκεται πίσω από την ομώνυμη παραλία της Χιόνας ή Λενικά όπως κανονικά είναι η ονομασία της περιοχής.
Ένα αμμώδες μέτωπο χωρίζει την κατακλυζόμενη έκταση από την παραλία και τη θάλασσα, εγκλωβίζοντας το νερό στο λιμνίο κατά τους χειμερινούς μήνες.
Η λίμνη που σχηματίζεται από τον Οκτώβριο έως και τον Μάιο έχει αμμώδες υπόστρωμα, το οποίο δέχεται γλυκό νερό από τις επιφανειακές απορροές και από τον υδροφόρο ορίζοντα, ενώ αλμυρό νερό εισέρχεται στον υγρότοπο μέσω του χειμέριου κύματος από μια δίοδο επικοινωνίας στο νοτιοανατολικό του τμήμα. Έχει πλούσια πανίδα και προσελκύει αρκετά, συνήθως αποδημητικά πουλιά.
Η περιοχή, εκτός από το καθεστώς προστασίας που ισχύει και για τους υπόλοιπους υγρότοπους, προστατεύεται και από την αρχαιολογία διότι βρίσκεται εντός των ορίων Α΄ αρχαιολογικής ζώνης στην αρχαιολογική περιοχή του Παλαικάστρου, αλλά και με Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγροτόπων της Ελλάδας.
Υγρότοπος Μαριδάτι
Είναι ένας μικρός υγρότοπος σε ένα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς τοπίο.
Πρόκειται για φυσικό παράκτιο υγρότοπο με έκταση 1.6 στρεμ. και βρίσκεται 3.2 περίπου χλμ βορειοανατολικά από το Παλαίκαστρο.
Ο μικρός αυτός υγρότοπος που διατηρεί τα νερά του όλο το χρόνο, υπήρχε από παλαιοτάτων χρόνων και σύμφωνα με τις αναφορές καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση. Αναφέρεται ακόμη ότι υπήρχαν κέφαλοι και χέλια που τα ψάρευαν κάτοικοι από την περιοχή. Τα νερά του είναι υφάλμυρα, διότι το λιμνίο που σχηματίζεται βρίσκεται λίγα μέτρα από τη θάλασσα που πολλές φορές εμπλουτίζεται από τα χειμέρια κύματα. Ο κύριος όγκος όμως προέρχεται από υπόγεια πηγή και από τις εκβολές του ρέματος στον όρμο “Μαριδάτη”.
Η βλαστηση στην παρόχθια ζώνη συγκροτείται απο Juncus acutus (βούρλα), Arundo donax (καλάμια), Arthrocnemum macrostachyum (Αρμυρίθρα), Typha domiciensis (Ψαθί) κ.α.
Υγρότοπος Βάι
Το Φοινικόδασος του Βάϊ βρίσκεται στον Δήμο Σητείας, 6,4 χλμ βόρεια του Παλαικάστρου.
Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) με κωδικό GR432405000 και ονομασία “Έλος Βάι”. Πρόκειται για φυσικό, εποχικό παράκτιο υγρότοπο που απολήγει σε μια θαυμάσια αμμουδιά. Ο υγρότοπος καθώς και όλη η περιοχή του φοινικοδάσους Βάι υπόκειται σε μια μεγάλη έκταση 248 περίπου στρεμ. με φοινικόδασος, πηγές γλυκού νερού και μια μικρή υγρολιβαδική έκταση στο ανατολικό τμήμα κοντά στην αμμώδη παραλία. Το νερό προέρχεται από τη λεκάνη απορροής της κοιλάδας του φοινικοδάσους που στην απόληξη του σχηματίζει λιμνία και έλη, με πολύ σημαντική αξία για την ορνιθοπανίδα και αποτελεί έναν μοναδικό τόπο ξεκούρασης για τα μεταναστευτικά περάσματα των πουλιών. Το Φοινικόδασος Βάι είναι μια καταπράσινη όαση ανάμεσα σε μια άνυδρη και ξηροθερμική περιοχή, με σημαντική όμως βιοποικιλότητα και καταφύγιο άγριας ζωής.
Εκτός του αυστηρού καθεστώτος προστασίας του, διότι βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής Natura 2000, το φοινικόδασος έχει χαρακτηρισθεί και ως ζώνη ειδικής προστασίας, ως τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και αισθητικό δάσος.
Υγρότοπος Αλατσολίμνη
Η Αλατσολίμνη βρίσκεται στην περιοχή του Ξηροκάμπου, και απέχει 1.2 χλμ ανατολικά – βορειοανατολικά από τον οικισμό. Υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Σητείας.
Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR432406000 και ονομασία “Λιμνοθάλασσα Ξηροκάμπου, Ζήρου”. Πρόκειται για ένα εποχιακό αλμυρό λιμνίο που περιβάλλεται από αλοφυτική βλάστηση με έκταση 119.8 στρεμ. Τους θερινούς μήνες η Αλατσολίμνη ξεραίνεται και αποκαλύπτεται μια μεγάλη έκταση που καλύπτεται από αλάτι. Βρίσκεται ακριβώς πίσω από την παραλία με την ψιλή αμμώδη αμμουδιά και τα νερά της προέρχονται από τη θάλασσα με τα χειμέρια κύματα να την πλημμυρίζουν, από τη λεκάνη απορροής (από κατακρημνίσματα) και τα νερά της βροχής.
Περιμετρικά της λίμνης απαντάται κυρίως αλοφυτική βλάστηση με Arthrocnemum macrostachyum (Αρμυρίθρα), Juncus acutus (βούρλα), Thymalaea hirsuta (Θυμέλα), Crithmum maritimum (κρίταμο). Είναι ένας σημαντικός υδροβιότοπος για τα πουλιά που κατακλύζουν την περιοχή, ιδίως κατά την περίοδο της μετανάστευσης και της αναπαραγωγής.
Έλος Καρουμών
Αποτελεί ένα από τους ελάχιστους σε άριστη κατάσταση υγρότοπους της Κρήτης, χωρίς σημάδια ανθρωπογενών επιδράσεων. Παράκτιο φυσικό σύστημα υγρότοπων που αποτελείται από την εκβολή του ρύακα και από εποχικά κατακλυζόμενες με νερό. Έκταση: 37στρεμμάτων
Εκβολή ρύακα Κάτω Ζάκρου
Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων της Ζώνης Ειδικής Προστασίας «Όρη Ζάκρου» (κωδικός GR4320016) και του Καταφυγίου Άγριας Ζωής. Τυπική εκβολή μικρού ρύακα εποχιακής ροής που κατά τους θερινούς μήνες διατηρεί στάσιμο υφάλμυρο νερό.
Πυργιολίκι Ζίρου
Φυσικός εσωτερικός υγρότοπος. Μόνιμο τέλμα γλυκού νερού. Έκταση: 3 στρεμμάτων Στο υγρότοπο απαντά ο Κρητικός Βάτραχος Pelophylax cretensis και πολλά μεταναστευτικά πουλιά. Σταχτοτσικνιάς – Ardea cinerea, Λευκοτσικνιάς – Egretta garzetta, Χαλκόκοτα Plegadis falcinellus, κρυπτοτσικνιάς – Ardeola ralloides, Κιτρινοσουσουράδα – Motacilla flava feldegg , Πορφυροτσικνιάς – Ardea purpurea κ.λ.π
Εκβολή ρύακα Σκαφιδαρά
Χαρακτηρισμένος ως μικρός νησιωτικός υγρότοπος. Σημαντικός βιότοπος για τη γραμμωτή νεροχελώνα Mauremys rivulata, είναι ένα κοινό είδος χερσαίας χελώνας που απαντάται σε όλους τους υγρότοπους του νησιού που βρίσκονται έως και τα 800m υψόμετρο. Είναι γνωστή κι ως ποταμοχελώνα, γραμμωτόλαιμη νεροχελώνα και μαυροχελώνα